πολυαστράγαλος

πολυαστράγαλος
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους
2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» — είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλι-αστράγαλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυαστράγαλον — πολυαστράγαλος strung with many knucklebones masc/fem acc sg πολυαστράγαλος strung with many knucklebones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”